τραγουδιστός

τραγουδιστός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που άδεται, που ψάλλεται με μουσική («τραγουδιστό κείμενο»)
2. αυτός που είναι σαν τραγούδι («τραγουδιστή φωνή» — μελωδική ή συρτή φωνή).
επίρρ...
τραγουδιστά Ν
με τραγουδιστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγουδώ + κατάλ. -ιστός (< ρ. σε -ίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραγουδιστός — ή, ό επίρρ. ά, αυτός που τραγουδιέται, μελωδικός: Τραγουδιστή φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαλτός — ή, ό / ψαλτός, ή, όν, ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. τραγουδιστός αρχ. (κυρίως για εκκλησιαστικό ύμνο) αυτός που ψάλλεται με τη συνοδεία έγχορδου μουσικού οργάνου. επίρρ... ψαλτά Ν με ψαλμωδία …   Dictionary of Greek

  • λέντλερ — (Ländler). Λαϊκός βαυαρικός και αυστριακός χορός, σε τρεις χρόνους, συχνά τραγουδιστός, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη λέξη Land (= χώρα). Πρόκειται για παραδοσιακό χορό που εξακολουθεί να χορεύεται στο Τιρόλο της Αυστρίας, σε εορταστικές… …   Dictionary of Greek

  • ψαλτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ψέλνεται, ο τραγουδιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”